- πλατύσχιστος
- πλᾰτύ-σχιστος, ον,A with broad clefts, of a leaf, Thphr.HP9.10.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλατύσχιστος — ον, Α (για φύλλο) αυτός που έχει πλατιές, μεγάλες σχισμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + σχιστός (< σχίζω)] … Dictionary of Greek
πλατύσχιστον — πλατύσχιστος with broad clefts masc/fem acc sg πλατύσχιστος with broad clefts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek